- ετερογνωμώ
- και ετερογνωμονώ (Α ἑτερογνωμονῶ, -έω) [ετερόγνωμος]έχω διαφορετική γνώμη από τους άλλους, διαφωνώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ετερογνωμονώ — έω [ετερογνώμων] βλ. ετερογνωμώ … Dictionary of Greek
ετεροφρονώ — (Μ ἑτεροφρονῶ, έω) (ιδίως για αιρετικούς) έχω διαφορετικό ή αντίθετο φρόνημα, έχω διαφορετική γνώμη, διχογνωμώ, ετερογνωμώ, διίσταμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + φρονώ] … Dictionary of Greek